- ἐπέβαινε
- ἐπιβαίνωgo uponimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπέβαιν' — ἐπέβαινε , ἐπιβαίνω go upon imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μπουτσιντόρον — μπουτσιντόρον, τὸ (Μ) ονομασία τού μεγάλου χρυσοστόλιστου πλοίου στο οποίο επέβαινε με μεγάλη επισημότητα ο δόγης τής Βενετίας, συνήθως κάθε χρόνο κατά την ημέρα τής Αναλήψεως για την τελετή τού συμβολικού του γάμου με τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
παραβάτης — ο, θηλ. παραβάτις, ΝΜΑ, παλαιός αττ. τ. παραιβάτης, θηλ. παραιβάτις, λυρ. τ. παρβάτης, Α [παραβαίνω] 1. πρόσωπο που παραβιάζει, που παραβαίνει, που δεν εκτελεί κάτι («είναι παραβάτης τού νόμου») 2. επίορκος απέναντι στον Θεό, αμαρτωλός, ασεβής 3 … Dictionary of Greek
Βαλαωρίτης, Ιωάννης — (Λευκάδα 1855 – Πειραιάς 1914). Διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Ήταν γιος του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Σπούδασε νομικά και άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα για μερικά χρόνια στην πατρίδα του. Αργότερα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου… … Dictionary of Greek
Γκρίσομ, Βέρτζιλ — (Virgil Grissom, 1926 – 1967). Αμερικανός αστροναύτης. Στις 21 Ιουλίου 1961, κατά την επιστροφή του από μία πτήση, ο θαλαμίσκος του βυθίστηκε στη θάλασσα από κακή λειτουργία, αλλά ο ίδιος σώθηκε κολυμπώντας. Σκοτώθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1967 σε… … Dictionary of Greek
Η Διώρυγα του Σ — Τεχνητός υδάτινος δρόμος με διαδρομή 161 χλμ. μέσα από τον ομώνυμο ισθμό, συνδέει τη Μεσόγειο (Ατλαντικός ωκεανός) με την Ερυθρά θάλασσα (Ινδικός ωκεανός). Σχέδια για τη σύνδεση των δύο θαλασσών χρονολογούνται από τη δεύτερη π.Χ. χιλιετία και… … Dictionary of Greek
Κατήφορος, Αντώνιος — (Ζάκυνθος 1685 – 1762). Λόγιος κληρικός, δάσκαλος και συγγραφέας. Μετά τις σπουδές του στην Πάντοβα και στη Ρώμη προσκλήθηκε από τον Μεγάλο Πέτρο να εγκατασταθεί και να διδάξει στη Ρωσία. Το πλοίο όμως στο οποίο επέβαινε ναυάγησε έξω από τις… … Dictionary of Greek
Κοσονάκος, Γεώργιος — (; – 1867). Αγωνιστής της Κρητικής επανάστασης από τη Μάνη. Στη διάρκεια της Κρητικής επανάστασης του 1866 υπηρετούσε στον στρατό. Μετέβη στην Κρήτη ως επικεφαλής μικρού σώματος εθελοντών και ενεργούσε σύμφωνα με τις εντολές του εκεί αρχηγού του … Dictionary of Greek
Λάικα — Το όνομα του πρώτου ζωντανού όντος (πιο συγκεκριμένα, θηλυκού σκύλου) που εκτοξεύτηκε στο Διάστημα με το διαστημόπλοιο Σπούτνικ 2, στις 3 Νοεμβρίου 1957. Η συμπεριφορά του σκύλου στη φάση της εκτόξευσης και της επιτάχυνσης, καθώς επίσης και στη… … Dictionary of Greek